- τιμονιά
- η, Ν [τιμόνι]1. ο χειρισμός πηδαλίου, τιμονιού2. μτφ. μεμονωμένη εκδήλωση τρόπου διακυβέρνησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμονιά — η χειρισμός τιμονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
στραβοτιμονιά — η, Ν 1. κακός χειρισμός τού τιμονιού 2. κακός χειρισμός μιας υπόθεσης 3. μτφ. παράπτωμα, παρεκτροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + τιμονιά] … Dictionary of Greek
τιμονιάζω — Ν [τιμονιά] 1. κρατώ και χειρίζομαι το τιμόνι 2. μτφ. διοικώ, κυβερνώ … Dictionary of Greek
τιμονιάρω — Ν [τιμονιά] τιμονεύω … Dictionary of Greek
Βούλγαρης, Γεώργιος — (Ύδρα 1769 – Αγκίστρι, Σαρωνικός 1812). Διοικητής της Ύδρας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1802 12). Ο Κ. Σάθας τον χαρακτηρίζει ακέραιο και ανδρείο άντρα, που μόνο με την προσωπική του ικανότητα έγινε από απλός ναύτης κυβερνήτης της τουρκικής… … Dictionary of Greek
πλεούμενο — το το πλοίο, το καράβι και κάθε πλωτό μέσο: Γιατί δεν έχουν τα γοργά καράβια των Φαιάκων σαν τ άλλα τα πλεούμενα τιμόνια ή κυβερνήτες (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)